15 Ιανουαρίου 2013

Χριστούγεννα


Η πρώτη τελολογική εορτή της ελληνορθόδοξου πίστεως μέσα στην έξαρσιν της προσπαθείας προς επιβολήν του Νέο-Εποχιτικού πνεύματος και της παγκοσμιοποιήσεως, μέσα εις έναν πόλεμον κατά της εκκλησίας και του δόγματος, μέσα εις μίαν, δυστυχώς, διαφθοράν επηρεάζουσαν το σώμα των ιερέων και κοσμικότητα ελαττώνουσα την προσοχήν προς το πνευματικόν περιεχόμενον της πίστεως, μέσα εις ένα κράτος ανύπαρκτον, υποκριτικόν ως προς την εκκλησία μέχρι αδιαφορίας (ουσιαστικώς), με έναν αρχιεπίσκοπον όχι αντάξιον των περιστάσεων και μίαν Σύνοδον όχι εθναρχούσης εκκλησίας, σε στιγμές που αγωνιωδώς ζητείται ταγός για τον λαόν και το έθνος κυρίως, μέσα εις μίαν ελλειψιν ανθρώπων και φρονήματος χριστιανικού, ελληνορθοδόξου.
 Τώρα, που προ παντός άλλου, αναγκαιεί ή περισσότερον από άλλας φοράς, στροφή προς τον εσωτερικόν κόσμον της ψυχής, συνεχίζεται το λάθος να αναζητείται η “επαφή” με το “πνεύμα των Χριστουγέννων” μέσα από τον δυτικόφερτο τρόπο εορτασμού, μιας εκκοσμικεύσεως της θεολογικής εννοίας των ημερών, προς ικανοποίησιν ρηχών συναισθημάτων μιάς περιόδου διακοπών και σχόλης, που αναβοσβήνει στα χιλιάδες πολύχρωμα λαμπάκια και ψάχνει σε ψεύτικα έλατα, παιχνίδια, αστραφτερά στολίδια και προκλητικές λιχουδιές, (τελείως αντίθετες με το σεμνό, ασκητικό, πνεύμα της νηστείας, που απαιτεί χυμών και λιπών αφαίρεση προς ενίσχυσιν  πνεύματος και ψυχής) τον χαμένον πια σεβασμόν στο νόημα των ημερών, απόρροια μίας πίστεως προς τον Θεόν, που δείχνει να ξεχνιέται και να παραμερίζεται! Και κανείς δεν μιλά γι’ αυτά! Κανείς για τα κακώς κείμενα!


Πάνω, ψηλά, εκεί που τα φρέσκα χιόνια του βουνού σταματούν στις άκρες του φτωχού χωριού, με τα λιγοστά σπίτια, τα φώτα θα ανάψουν το βράδυ στις 12, παραμονή Χριστουγέννων.
Δεκάδες μικρά φαναράκια θα σκορπίσουν στα στενά δρομάκια, που οδηγούν, στην μικρή εκκλησία. Ο παππάς με το τριμμένο πετραχήλι, θα ψάλλη το “Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει.......” και σαν η λειτουργία τελειώσει στις φτωχές κάμαρες, που θα ζεσταίνουν τα ροζιασμένα κούτσουρα, πυρακτωμένα στων τζακιών τις κόγχες, το φαγητό θα παρατεθή με ταπεινές λιχουδιές, φτιαγμένες από της μάνας τα χέρια, απηγορευμένες για 40 ημέρες, να νοιώθουν έτσι τα παιδιά πιο έντονα την χαρά της μέρας τούτης, επιβράβευση σ’ αυτά, μιάς άσκησης ψυχής πιο πολύ και θέλησης μαζί.

Εκεί, ακόμη, η οικογένεια, συγκεντρωμένη γύρω από το τραπέζι της παράδοσης, στολισμένο από τα έθιμα του γένους, θα γιορτάση της πίστεως της την μεγάλην μέρα.
Μέσα από των μεγαλουπόλεων τα ξενόφερτα ρεβεγιόν, την απουσία κάθε ελληνικού και ελληνορθόδοξου, με την παρακμή και τη διαφθορά διάχυτες, με την υποκρισία και το ψέμα να λερώνη των Χριστουγέννων κάθε έννοια ξενύχτηδες, πιωμένοι, φαγωμένοι, πρόκοιλοι, θα κατευθυνθούν στις 8 το πρωί (μη χάσουν) οι κάτοικοί τους, ευχόμενοι χωρίς να νοιώθουν τίποτα "Καλά Χριστούγεννα", στις μεγάλες εκκλησίες, τις φωταγωγημένες, με τους πολλούς ιερείς με τα λαμπρά άμφια, στριμωγμένοι στις πλούσιες ενορίες, από του δεσπότη την εύνοια, εκεί θα απουσιάζει κάθε ελληνορθόδοξο. Το πνεύμα των Χριστουγέννων θα τρεμοπαίζει, έτοιμο να σβήση, μες των πολλών φώτων την φωταψία.
Όχι στις πόλεις! Όχι! Από εκείνο το μικρό χωριό, από εκεί, θ’ αρχίσω την επανάστασιν μου! Από εκεί!

Κωνσταντίνος Νίκης



Επισήμανση ιστολογίου: Για τεχνικούς λόγους δεν είναι δυνατή η απόδοση του κειμένου σύμφωνα με το πολυτονικό σύστημα.